Το θέμα διατροφής ρυθμίζεται από τον περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμο του 1990 όπως τροποποιήθηκε.
Τη πρωταρχική ευθύνη για διατροφή του ανήλικου παιδιού την έχει έκαστος γονέας και όχι οποιοσδήποτε άλλος. Η διατροφή επιβάλλεται ως υποχρέωση ως εκ της ιδιότητας του γονέα. Υπό αυτή την έννοια θεωρείται ως αυτόνομη υποχρέωση και δεν έχει σχέση, για παράδειγμα, με το εάν ο γονέας βλέπει το παιδί του ή έχει επικοινωνία μαζί του. Το θέμα της διατροφής των ανηλίκων παιδιών είναι ένα από τα πιο σημαντικά θέματα τα οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν στην περίπτωση διαζυγίου ή διάστασης ενός ζευγαριού.
Στις πλείστες των περιπτώσεων, η διατροφή διεκδικείται από την μητέρα αφού τα παιδιά (σχεδόν πάντοτε) είναι υπό τη φύλαξη και φροντίδα της.
Σε πολλές περιπτώσεις στα πλαίσια επίλυσης ευρύτερων οικογενειακών διαφορών που αφορούν και διευθέτηση του θέματος της περιουσίας γίνονται προτάσεις για ανάληψη από τον ένα γονέα κάποιων οικονομικών υποχρεώσεων π.χ. ενός δανείου και ανάληψη από τον άλλο γονέα των εξόδων διατροφής των ανήλικων τέκνων. Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η υποχρέωση για πληρωμή διατροφής δεν μπορεί να αποκλειστεί συμβατικά – δηλαδή με συμφωνία των διαδίκων – αφού οποιαδήποτε συμφωνία που έχει ως σκοπό την αποφυγή πληρωμής διατροφής, έστω και με την ανάληψη άλλων υποχρεώσεων, είναι άκυρη στα μάτια του νόμου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει, σε αρκετές περιπτώσεις, τονίσει ότι η υποχρέωση για διατροφή των ανήλικων τέκνων μιας οικογένειας ανήκει και στους δύο γονείς ανάλογα και με την οικονομική κατάσταση του καθενός. Έχουν και οι δύο την υποχρέωση να προβούν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων και όχι μόνο των εξόδων τους. Το δικαστήριο δε σε κάθε περίπτωση πρέπει να προβαίνει σε πλήρη έρευνα όλων των στοιχείων και να καταλήγει το ίδιο σε εύρημα αναφορικά με τα εισοδήματα του κάθε γονέα. Από την άλλη εάν ένας πατέρας έχει δημιουργήσει μια νέα οικογένεια τότε η υποχρέωση για συντήρηση της νέας του οικογένειας επιμετρείται σε σχέση με την υποχρέωση για διατροφή των παιδιών του από τον προηγούμενο γάμο. Κατά συνέπεια ο καθορισμός του ποσού της διατροφής γίνεται κατόπιν αντικειμενικής εκτίμησης των αναγκών του συγκεκριμένου παιδιού (ή παιδιών), την κοινωνική υπόσταση των γονέων και τη δυνατότητα του κάθε γονέα να συνεισφέρει στο ποσό που κρίνεται εύλογο για το σκοπό αυτό όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.
Υπάρχει δυνατότητα στο μέλλον, το ποσό διατροφής που έχει αποφασιστεί από το Δικαστήριο, να τροποποιηθεί κατόπιν αίτησης του αιτητή/αιτήτριας εάν υπάρχουν αποδειχτικά στοιχεία που να δεικνύουν ότι οι ανάγκες του τέκνου έχουν αλλάξει, αφού όσο μεγαλώνουν τα παιδιά είναι λογικό ότι θα μεγαλώνουν και οι ανάγκες τους. Με πρόσφατη τροποποίηση εισήχθηκε πρόνοια στο Νόμο με βάση την οποία το ύψος του ποσού της διατροφής αυξάνεται αυτόματα κατά δέκα τοις εκατόν (10%) κάθε 2 χρόνια. Αυτό επιλύει ένα χρόνιο πρόβλημα που υποχρέωνε τις μητέρες να καταφεύγουν στα Δικαστήρια κάθε λίγα χρόνια για να ζητούν αύξηση στο ποσό.
Διαφοροποίηση μπορεί να επέλθει επίσης από μεταβολή της εισοδηματικής ικανότητας του πατέρα. Σε τέτοια περίπτωση μπορεί να καταχωρηθεί αίτηση στο δικαστήριο για τροποποίηση υφιστάμενου δικαστικού διατάγματος διατροφής και ανάλογα με τις περιστάσεις το δικαστήριο μπορεί να προβεί είτε στην αύξηση είτε στη μείωση της διατροφής. Σημειώνεται ότι για να επέλθει τέτοια τροποποίηση θα πρέπει να έχουν προκύψει γεγονότα μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος διατροφής και όχι γεγονότα που υπήρχαν ή ήταν σε γνώση του κατά το χρόνο έκδοσης του πρώτου διατάγματος.
Συνήθως σε μία αίτηση για διατροφή συμπεριλαμβάνονται έξοδα όπως η διατροφή του ανηλίκου σε φαγητό, γάλα κλπ, έξοδα ένδυσης, υπόδησης, ιατρικά έξοδα, μεταφορικά, ιδιαίτερα μαθήματα, άλλες δραστηριότητες όπως μουσική, μαθήματα χορού, αναλογία για ηλεκτρικό ρεύμα, τηλέφωνο, θέρμανση κ.ο.κ. Αυτά τα έξοδα πρέπει να αναλύονται σε μια αίτηση διατροφής και να υποστηρίζονται κατά την ακρόαση από σχετική μαρτυρία της αιτήτριας. Ο πατέρας γονέας μπορεί σε κάθε περίπτωση ή να αμφισβητήσει τα συγκεκριμένα έξοδα ή άλλους ισχυρισμούς της αιτήτριας μητέρας παραθέτοντας και υποστηρικτική μαρτυρία προς αυτή την κατεύθυνση.
Η έκδοση ενός διατάγματος διατροφής σημαίνει ότι ο γονέας εναντίον του οποίου στρέφεται το διάταγμα είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει στο χρόνο που αναφέρεται το διάταγμα σε διατροφή. Σε περίπτωση που παραλείψει να πράξει τούτο τότε μπορεί να ληφθούν μέτρα για παράβαση διατάγματος δικαστηρίου που επιφέρουν την ποινή της φυλάκισης.
Σημαντικό να αναφέρουμε ότι στην περίπτωση παιδιού το οποίο γεννήθηκε εκτός γάμου δεν υπάρχει υποχρέωση διατροφής από τον βιολογικό του πατέρα εκτός εάν προηγηθεί αναγνώρισή του είτε εκούσια δηλαδή οικειοθελώς από τον ίδιο τον πατέρα είτε δικαστικά με διαδικασία που καταχωρεί συνήθως η μητέρα.