Πρόλογος
Η παραχάραξη και η κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων αποτελούν σοβαρά ποινικά αδικήματα που απειλούν τη σταθερότητα της οικονομίας και το εμπόριο. Οι νομοθετικές διατάξεις που καλύπτουν αυτά τα αδικήματα στην Κύπρο, όπως καθορίζονται στον Νόμο Ν.110(Ι)/2004 περί Νομίσματος (Παραχάραξη και άλλα Συναφή Θέματα), παρέχουν το νομικό πλαίσιο για την τιμωρία των δραστών, αλλά και την προστασία των πολιτών από τις επιπτώσεις της κυκλοφορίας και κατοχής παραχαραγμένων νομισμάτων.
Γεγονότα
Στην απόφαση 4204/2024, ο Κατηγορούμενος 2 κατηγορείται για κατοχή 25 παραχαραγμένων νομισμάτων των €10, τα οποία παραδέχεται ο Κατηγορούμενος 1 ότι του ανήκουν. Επιπλέον, κατηγορείται ότι κυκλοφόρησε παραχαραγμένα νομίσματα σε δύο καταστήματα (, αν και από τη μαρτυρία δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Αντίθετα, ο Κατηγορούμενος 1 αναλαμβάνει την ευθύνη για την κυκλοφορία. Τέλος, κατηγορείται για απόσπαση αγαθών (οινοπνευματωδών ποτών) με ψευδείς παραστάσεις και για συνωμοσία με τον Κατηγορούμενο 1 για την κατοχή και κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων.
Κατηγορίες
Ο Κατηγορούμενος 2 αντιμετωπίζει συνολικά 4 κατηγορίες:
- Κατοχή παραχαραγμένου νομίσματος, σύμφωνα με τα άρθρα 2, 3, 5(2), 16 και 17 του περί Νομίσματος Νόμου 110(ι)/2004 και τα άρθρα 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
- Κυκλοφορία παραχαραγμένου νομίσματος, σύμφωνα με τα άρθρα 2, 3, 5(1), 16 και 17 του περί Νομίσματος Νόμου 110(ι)/2004 και τα άρθρα 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
- Εξασφάλιση αγαθών δια ψευδών παραστάσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298(1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και τα άρθρα 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
- Συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, σύμφωνα με το άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
Συστατικά Στοιχεία Αδικημάτων
Η καταδίκη των κατηγορουμένων για τα αδικήματα που τους αποδίδονται απαιτεί τη συγκέντρωση και την απόδειξη των συστατικών στοιχείων που προβλέπει ο νόμος. Στην προκειμένη περίπτωση, οι κατηγορίες 1, 2 αναφέρονται σε παραχαραγμένα νομίσματα, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Νόμου 110(Ι)2004, ενώ οι κατηγορία 3 αφορούν την εξασφάλιση αγαθών μέσω ψευδών παραστάσεων, κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα. Τέλος, η κατηγορία 4 σχετίζεται με τη συνομωσία για διάπραξη κακουργήματος, με βάση το άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα. Αναλυτικά, κάθε κατηγορία έχει τα δικά της συστατικά στοιχεία, που πρέπει να αποδειχθούν πέραν πάσης αμφιβολίας για την καταδίκη.
Κατηγορίες 1 & 2: Παραχαραγμένα νομίσματα
Το αδίκημα της κατοχής και χρήσης παραχαραγμένων νομισμάτων περιλαμβάνει τα εξής συστατικά στοιχεία:
- Κατοχή παραχαραγμένου νομίσματος: Ο κατηγορούμενος πρέπει να έχει υπό την κατοχή του παραχαραγμένα νομίσματα. Αυτό το στοιχείο συνιστά το actus reus, δηλαδή την εξωτερική πράξη που συνιστά την παρανομία.
- Πρόθεση για χρήση του νομίσματος: Η πρόθεση να χρησιμοποιηθεί το παραχαραγμένο νόμισμα για πληρωμή. Εδώ, ενδυναμώνεται το στοιχείο του mens rea, καθώς απαιτείται ο κατηγορούμενος να έχει την ψυχική διάθεση να χρησιμοποιήσει το παραχαραγμένο νόμισμα για παράνομο σκοπό.
- Γνώση ή πίστη για την παραχάραξη: Ο κατηγορούμενος πρέπει να γνωρίζει ή να πιστεύει ότι το νόμισμα είναι παραχαραγμένο. Το στοιχείο της γνώσης ή πίστης αναφέρεται στο mens rea, όπου η πρόθεση ή η γνώση του κατηγορουμένου είναι απαραίτητο συστατικό στοιχείο για την ενοχή του.
Στην υπόθεση R v. Cunningham (1957), το δικαστήριο έκρινε ότι η γνώση ή η αμέλεια μπορεί να θεωρηθεί επαρκής για να αποδείξει το mens rea, ακόμη και όταν ο κατηγορούμενος δεν είχε άμεση πρόθεση να βλάψει άλλους. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση παραχαραγμένων νομισμάτων, όπου η γνώση ή η πίστη για την παραχάραξη είναι ουσιώδης.
Κατηγορίες 3: Ψευδείς παραστάσεις για εξασφάλιση αγαθών
Οι κατηγορίες αυτές σχετίζονται με την απόκτηση αγαθών μέσω ψευδών παραστάσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 297 του Ποινικού Κώδικα, η ψευδής παράσταση είναι οποιαδήποτε παραποίηση γεγονότων, η οποία γίνεται με σκοπό να παραπλανήσει το θύμα. Η κατηγορούσα αρχή πρέπει να αποδείξει ότι:
- Υπήρξε ψευδής παράσταση: Η παράσταση των γεγονότων ήταν ψευδής και έγινε με την πρόθεση να εξαπατήσει το θύμα. Αυτό το στοιχείο αφορά το actus reus, δηλαδή την εξωτερική πράξη της παραπλάνησης του θύματος.
- Καταδολίευση: Η ψευδής παράσταση οδήγησε το θύμα να ενεργήσει με τρόπο που το βλάπτει ή το παραπλανά, προσφέροντας αγαθά ή αξίες. Εδώ εμπλέκεται το mens rea, καθώς απαιτείται η πρόθεση να εξαπατήσει το θύμα.
Η υπόθεση R v. DPP (2013) αναφέρεται στην mens rea για τη διάπραξη αδικημάτων με ψευδείς παραστάσεις, όπου το δικαστήριο έκρινε ότι η πρόθεση του κατηγορουμένου να παραπλανήσει είναι καθοριστική για την ενοχή.
Κατηγορία 4: Συνομωσία για διάπραξη κακουργήματος
Η κατηγορία αυτή αφορά τη συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος, . Σύμφωνα με το άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα, η συνομωσία συντελείται όταν δύο ή περισσότερα άτομα συνεννοούνται για την διάπραξη κακουργήματος ή άλλης παράνομης πράξης, η οποία αν διαπραττόταν εντός της χώρας θα αποτελούσε κακούργημα. Για την τεκμηρίωση αυτής της κατηγορίας, η κατηγορούσα αρχή πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη συνεννόησης μεταξύ των κατηγορουμένων για την διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων. Το actus reus σε αυτή την περίπτωση είναι η εξωτερική πράξη της συμφωνίας ή της συνεννόησης για την τέλεση του αδικήματος, ενώ η mens rea αφορά την πρόθεση να διαπραχθεί το κακούργημα.
Η υπόθεση R v. J1 (2008) αφορά το mens rea της συνομωσίας, όπου το δικαστήριο έκρινε ότι η απλή συμφωνία για την τέλεση κακουργήματος είναι επαρκής για να στοιχειοθετήσει το αδίκημα της συνομωσίας, ανεξάρτητα από το αν η πράξη τελικά εκτελέστηκε ή όχι.
Ερμηνεία και Αξιολόγηση της Γνώσης και Πρόθεσης (Mens Rea)
Η γνώση του κατηγορουμένου σχετικά με την παραχάραξη είναι το ουσιώδες συστατικό στοιχείο για την απόδειξη της ενοχής του. Από τη νομολογία, αποδεικνύεται ότι η γνώση μπορεί να διαπιστωθεί είτε μέσω άμεσων αποδείξεων είτε μέσω περιστατικών που αποκαλύπτουν τη γνώση ή την πίστη του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, η εθελοτυφλία μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη γνώσης όταν ο κατηγορούμενος αποφεύγει να αναζητήσει την αλήθεια, παρά την υποψία που είχε.
Σύμφωνα με την νομολογία, η πρόθεση καταδολίευσης αποδεικνύεται με την ύπαρξη σκοπού για την εξαπάτηση του θύματος και την αποκόμιση παράνομου οφέλους. Η απόδειξη της γνώσης ή της πρόθεσης είναι κρίσιμη για την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα.
Σκεπτικό Απόφασης
Από τα στοιχεία που έχει προσκομίσει η κατηγορούσα αρχή, δεν καταφέρνει να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τις κατηγορίες που απευθύνονται στον Κατηγορούμενο 2. Ενόψει αυτών, ο Κατηγορούμενος 2 απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες, καθώς τα κενά στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής είναι τέτοια που, δεν στοιχειοθετούνται τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων για τα οποία κατηγορείται, και ιδιαίτερα το συστατικό στοιχείο της γνώσης ότι τα επίδικα χαρτονομίσματα ήταν παραχαραγμένα γεγονός που οδήγησε στην αθώωση του Κατηγορούμενου 2.
Τα όσα αναφέρονται στο παρόν άρθρο έχουν αποκλειστικά ενημερωτικό χαρακτήρα. Το δικηγορικό μας γραφείο αναλαμβάνει υποθέσεις Ποινικού Δικαίου και παρέχει εξειδικευμένες συμβουλές ιδιαίτερα σε υποθέσεις που αφορούν κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων και είναι σε θέση να εκπροσωπήσει πελάτες σε όλες τις Επαρχίες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μπορείτε να αποταθείτε στο δικηγορικό μας γραφείο για τις υποθέσεις σας και την νομική σας εκπροσώπηση καλώντας στο +357 24 727313 ή αποστέλλοντας email στο [email protected].