Η εύρυθμη λειτουργία της ενιαίας αγοράς στην επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης προϋποθέτει την προστασία των πολιτών των κρατών μελών κατά τις συναλλαγές τους υπό την ιδιότητα τους ως καταναλωτές. Μέσα από τις διάφορες ρυθμίσεις που προωθήθηκαν ώστε να προστατεύσουν αποτελεσματικά τους καταναλωτές συμπεριλαμβάνονται και οι καταναλωτικές τραπεζικές συμβάσεις. Ουκ ολίγες φορές καταναλωτές έχουν συνειδητοποιήσει εκ των υστέρων ότι συμβατικοί όροι τους επιβάλουν υπέρμετρες υποχρεώσεις και/ή περιορίζουν τα δικαιώματα τους.
Η οδηγία 93/13/ΕΟΚ αποτελεί το κυριότερο νομικό όπλο αν όχι και το μοναδικό στα χέρια των Δικαστών και της Υπηρεσίας Προστασίας του Καταναλωτή για την προστασία του αδύναμου μέρους που ονομάζεται καταναλωτής. Η Κυπριακή Δημοκρατία παρά το γεγονός ότι κατά την συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν ήταν μέλος της τότε ΕΟΚ προχώρησε στην ψήφιση νομοθεσίας η οποία αντικατοπτρίζει πλήρως το πνεύμα της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, συγκεκριμένα θέσπισε το νόμο Περί Καταχρηστικών Ρητρών του 1996 (εφεξής ο νόμος του 1996). Με την τελευταία τροποποίηση του 2021 καταργήθηκε ο νόμος του 1996 μαζί με άλλες νομοθεσίες και θεσπίστηκε ο νέος νόμος περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμος του 2021 (112(I)/2021).
Το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής καθορίζεται από το άρθρο 3 του νόμου 93(Ι)/1996. Συγκεκριμένα αναφέρεται σε συμβάσεις πωλητών και προμηθευτών με καταναλωτές. Ανεξάρτητα από τις γνώσεις του καταναλωτή και γενικότερα το μορφωτικό και επαγγελματικό του υπόβαθρο, η Τράπεζα έχει υποχρέωση να του παρέχει όλες τις πληροφορίες που προνοεί η νομοθεσία. Η κύρια προϋπόθεση για να χαρακτηριστεί κάποιος ως καταναλωτής είναι ο επιδιωκόμενος σκοπός της σύμβασης ανεξάρτητα από το μορφωτικό και επαγγελματικό επίπεδο του ατόμου. Ως επαγγελματίας ορίζεται σύμφωνα με την οδηγία και την νομολογία κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο όταν η σύμβαση άπτεται της επαγγελματικής του δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένου και της περίπτωσης όταν η δραστηριότητα είναι δημόσιου χαρακτήρα ή γενικού συμφέροντος ή υπόκειται σε νομικό καθεστώς δημοσίου δικαίου. Σχετικά με το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής το άρθρο 1 της οδηγίας ορίζει ότι οι ρήτρες σε συμβάσεις που διατυπώνουν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου ή αρχές διεθνών συμβάσεων που έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη εξαιρούνται από το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.
Σε κάθε περίπτωση ανάλογα με το πότε έχει συναφθεί η Σύμβαση δανείου με την Τράπεζα εφαρμόζεται και η ανάλογη νομοθεσία. Εάν η σύμβαση έχει καταρτιστεί πριν την 12.05.2021 εφαρμόζεται ο νόμος 93(I)/1996 αν έχει καταρτιστεί μετά την 12.05.2021 τότε εφαρμόζεται η νομοθεσία 112(1)/2021. Σύμφωνα και με τις δύο νομοθεσίες αλλά και την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου τα Κυπριακά Δικαστήρια οφείλουν να εξετάζουν αυτεπάγγελτα αν υπάρχουν καταχρηστικοί όροι στις επίδικες συμβάσεις δανείων. Η οποιαδήποτε άρνηση και/ή παράληψη του Κύπριου Δικαστή να εξετάσει αυτεπάγγελτα το καταχρηστικό χαρακτήρα των όρων της επίδικης σύμβασης ενδέχεται στο μέλλον να στοιχειοθετεί την αστική ευθύνη του κράτους για αποζημιώσεις. Πιθανών στο άμεσο μέλλων οι πολίτες που υπέστησαν οικονομική και/ή την οποιαδήποτε ζημιά λόγω εφαρμογής της καταχρηστικής ρήτρας και παράλειψης του Δικαστηρίου να την ακυρώσει να μπορούν να αξιώσουν αποζημιώσεις από το Κράτος ένεκα της μη αποτελεσματικής προστασίας τους ως καταναλωτές ως επιτάσσουν οι Ενωσιακές Επιταγές. – Υπόθεση C-168/15, Milena Tomášová , ECLI:EU:C:2016:602
Ως καταχρηστική ρήτρα θεωρείται κάθε ρήτρα η οποία, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση. Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας ρήτρας γίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης, όλες οι κατά το χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιβάλλουν την εν λόγω σύμβαση, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.
Για να διαπιστωθεί κατά πόσο μια ρήτρα ικανοποιεί την απαίτηση καλής πίστης, λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη τα ακόλουθα:
(α) Η διαπραγματευτική δύναμη των μερών·
(β) εάν ο καταναλωτής δέχθηκε οποιεσδήποτε παροτρύνσεις, για να συμφωνήσει στη ρήτρα·
(γ) εάν τα αγαθά ή οι υπηρεσίες πωλήθηκαν ή προμηθεύτηκαν κατόπιν ειδικής παραγγελίας του καταναλωτή· και
(δ) ο βαθμός στον οποίο ο εμπορευόμενος χειρίστηκε δίκαια τον καταναλωτή.
Για παράδειγμα κάθε ρήτρα με την οποία υπολογίζεται το επιτόκιο και περιγράφεται ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου στη βάση των 360 ημερών ή άλλου αριθμού ημερών αντί στη βάση των 365 ή 366 ημερών σε περίπτωση δίσεκτου έτους τεκμαίρεται ως καταχρηστική.
Νοουμένου ότι μια ρήτρα κριθεί ως καταχρηστική από το Δικαστήριο τότε ακυρώνεται παράλληλα όμως η σύμβαση συνεχίζει να δεσμεύει το καταναλωτή εκτός αν σύμβαση δεν μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζεται χωρίς την καταχρηστική ρήτρα. Σε κάθε περίπτωση ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να ζητήσει να συνεχίσει να εφαρμόζεται η καταχρηστική ρήτρα. Κατά την περίπτωση όπου υπάρχει αμφιβολία για την ερμηνεία κάποιου όρου της σύμβασης τότε υπερισχύει η ευνοϊκότερη για το καταναλωτή. – Υπόθεση C-243/08, Pannon GSM, EU:C:2009:350, Συνεκδ. Υποθέσεις C-70/17 and C-179/17, Abanca Corporación Bancaria SA, C-70/17 and C-179/17,
Ο σκοπός της νομοθεσίας είναι η μέγιστη δυνατή προστασία του καταναλωτή και επιφορτίζονται τα Δικαστήρια με την υποχρέωση να εξετάζουν αυτεπάγγελτα μεταξύ άλλων κάθε επίδικη σύμβαση δανείου που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του νόμου.
Τα όσα αναφέρονται στο παρόν άρθρο έχουν αποκλειστικά ενημερωτικό χαρακτήρα. Το δικηγορικό μας γραφείο αναλαμβάνει υποθέσεις Τραπεζικού Δικαίου και παρέχει εξειδικευμένες συμβουλές σε θέματα καταχρηστικών ρητρών και είναι σε θέση να εκπροσωπήσει πελάτες σε όλες τις Επαρχίες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μπορείτε να αποταθείτε κοντά μας για τις υποθέσεις σας καλώντας στο +357 24 727313 ή αποστέλλοντας email στο [email protected].