Έρευνα σε ιδιωτική κατοικία που λειτουργούσε παράνομα ιδιωτικό φροντιστήριο – Ακύρωση εντάλματος έρευνας
Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε το ένταλμα έρευνας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού λόγω του ότι εκδόθηκε κατά παράβαση της Αρχής της αναλογικότητας.
Η έρευνα διατάχθηκε σε ιδιωτική κατοικία στην οποία η αιτήτρια παρέδιδε μαθήματα αγγλικών σε μαθητές, λειτουργώντας παράνομα ιδιωτικό φροντιστήριο κατόπιν καταγγελίας από τον Σύνδεσμο Ιδιωτικών Φροντιστηρίων στην Αστυνομία. Κατά την διερεύνηση έγινε παρακολούθηση του εν λόγω υποστατικού από την Αστυνομία καθώς, επίσης, του χώρου έξω από αυτό· δεν υπήρχε κάποια πινακίδα, στην οποία να αναφερόταν η εργασία που διεξαγόταν εντός του υποστατικού. Τα όσα προέκυψαν από την πιο πάνω παρακολούθηση τέθηκαν, ακολούθως, ενόρκως, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και, στη βάση τους, εκδόθηκε, ένταλμα έρευνας του υποστατικού,και δυνάμει αυτού, διενεργήθηκε, έρευνα εντός της κατοικίας.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, «η είσοδος των αστυνομικών στο υποστατικό είχε ως αποτέλεσμα την άμεση διακοπή του μαθήματος των Αγγλικών, το οποίο η αιτήτρια, κατ’ εκείνην τη στιγμή, παρέδιδε σε εννέα μαθητές. Οι αστυνομικοί φωτογράφησαν τους χώρους του υποστατικού και, με βάση ρητή εξουσιοδότηση που υπήρχε στο ένταλμα έρευνας, κατάσχεσαν όλο τον εξοπλισμό που υπήρχε σε αυτό, όπως τα θρανία, τις καρέκλες, τον πίνακα, τα ηλεκτρικά και τα ηλεκτρονικά μέσα διδασκαλίας. Κατάσχεσαν, επίσης, τα βιβλία και τα τετράδια των μαθητών. Τερματισθέντος δε του μαθήματος, κλήθηκαν οι γονείς τους και τους παρέλαβαν. Στην πιο πάνω επιχείρηση, έλαβαν μέρος δώδεκα αστυνομικοί, η ιδιότητα των οποίων ήταν, καθόλα, εμφανής. ΄Οσο για τον αριθμό τους, αυτός, σίγουρα, είναι λογικός, αφού απαιτήθηκε η μεταφορά και η φόρτωση σε αστυνομικά οχήματα του κατασχεθέντος εξοπλισμού.
Η αιτήτρια θεώρησε ότι η έκδοση και η εκτέλεση του εντάλματος έρευνας έγιναν κατά παράβαση των ΄Αρθρων 15 και 16 του Συντάγματος και του αντίστοιχου αυτών ΄Αρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών. (η «Σύμβαση»). Ως εκ τούτου, αιτήθηκε την παραχώρηση άδειας για προώθηση διαδικασίας έκδοσης εντάλματος certiorari, προς το σκοπό ακύρωσής του. Δόθηκε η άδεια, στη βάση, ειδικά, ότι αυτό είχε, εκ πρώτης όψεως, εκδοθεί κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και επί του λόγου τούτου στηρίζεται, τώρα, η υπό εξέταση διά κλήσεως αίτηση. Στο πλαίσιο αυτής, είναι, συγκεκριμένα, η θέση, εκ μέρους της αιτήτριας, ότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν ήταν αναγκαία η έκδοση του εντάλματος έρευνας.
Η αρχή της αναλογικότητας έχει καθιερωθεί από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, (Ε.Δ.Α.Δ.), στο πλαίσιο εξέτασης, κυρίως, ατομικών προσφυγών για παραβίαση συγκεκριμένων προνοιών της Σύμβασης. Κατά παρόμοιο τρόπο, εφαρμόζεται και στο ημεδαπό δίκαιο, όταν τίθεται θέμα παραβίασης θεμελιώδους δικαιώματος, το οποίο προβλέπεται από το Σύνταγμα ή και από τη Σύμβαση, (βλ. Πέτρος Ευδόκας, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 51/2017, 14.11.2018). ΄Ο,τι, συγκεκριμένα, εξετάζεται, στη βάση, βέβαια, πάντοτε, των περιστάσεων που περιβάλλουν την κάθε υπόθεση, προς το σκοπό διαπίστωσης ύπαρξης εφαρμογής της εν λόγω αρχής, είναι κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις της νομιμότητας, της καταλληλότητας και της αναγκαιότητας έκδοσης του υπό κρίση δικαστικού επεμβατικού μέτρου. Σχετικέςείναι οι αποφάσεις του Ε.Δ.Α.Δ. Iliya Stefanov v. Bulgaria, Application no. 65755/01, 22.5.2008 και Rozhkov v. Russia (No. 2), Application no. 38898/04, 29.5.2017.
Ο σκοπός ενός εντάλματος έρευνας είναι, βασικά, η συλλογή ικανοποιητικής μαρτυρίας, για τη διαπίστωση της διάπραξης του υπό διερεύνηση αδικήματος. Το ερώτημα, επομένως, που τίθεται είναι κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η έκδοση του εντάλματος έρευνας και, στη συνέχεια, η εκτέλεσή του, συνιστούν παράβαση των ΄Αρθρων 15 και 16 του Συντάγματος και του ΄Αρθρου 8 της Σύμβασης, λόγω μη τήρησης της αρχής της αναλογικότητας.
΄Οπως, συγκεκριμένα, αναφέρεται στην ένορκη δήλωση, επί της οποίας στηρίχθηκε η έκδοση του εντάλματος έρευνας, από τις 30.3.2018 μέχρι τις 9.5.2018, μέλη της Αστυνομίας προέβησαν, σε διάφορες ημερομηνίες και ώρες, στη διακριτική παρακολούθηση του υποστατικού. Διαπιστώθηκε, σε κάθε περίπτωση, ότι μεταφέρονταν στο χώρο, με ιδιωτικά αυτοκίνητα, αριθμός μαθητών και μαθητριών, που εισέρχονταν στο υποστατικό και, αφού παρέμεναν εκεί για κάποιο χρόνο, ακολούθως, εξέρχονταν από αυτό και έφευγαν με τον ίδιο τρόπο που είχαν έλθει.
Από τον πιο πάνω ισχυρισμό και μόνο, προκύπτει ότι η Αστυνομία είχε, από το στάδιο της διεξαχθείσας παρακολούθησης, ικανοποιηθεί ότι στο υποστατικό λειτουργούσε ιδιωτικό φροντιστήριο από την αιτήτρια, ενώ δεν υπήρχε σε ισχύ πιστοποιητικό ίδρυσής του. Επομένως, δεν απαιτείτο οποιαδήποτε άλλη διερεύνηση αναφορικά με το προαναφερθέν ζητούμενο της έρευνας και, δη, κατά πόσο στο υποστατικό διαπραττόταν το υπό αναφορά αδίκημα. Ως εκ του λόγου αυτού και μόνο, σαφώς, δεν ήταν αναγκαία η έκδοση του εντάλματος έρευνας.
Επιπρόσθετα, υπό το φως των στοιχείων, ανωτέρω, που η Αστυνομία είχε, ήδη, συλλέξει, τίθεται, επίσης, θέμα κατά πόσο η παραλαβή του εξοπλισμού που υπήρχε στο υποστατικό, καθώς και της διδακτικής ύλης από τους μαθητές ήταν αναγκαία για τους σκοπούς της έρευνας. Ουδεμία πληροφόρηση υπάρχει για τούτο, πέραν του ότι τα κατασχεθέντα ήταν σχετικά με τη λειτουργία του φροντιστηρίου. Η είσοδος δε στο υποστατικό, υπό τις συνθήκες, ανωτέρω, ειδικά, στην παρουσία μαθητών, πολύ μικρής ηλικίας, αναμφίβολα, θα είχε την επίδρασή της στην ψυχολογία τους· θα ήταν γι’ αυτά μια καθόλου ευχάριστη εμπειρία. Η πτυχή τούτη ουδόλως λήφθηκε υπόψη και ουδόλως τέθηκε οποιοσδήποτε ανάλογος περιορισμός, σε σχέση, ειδικά, με την εκτέλεση του εντάλματος έρευνας. Υπό τις περιστάσεις, λοιπόν, ανωτέρω, ειδικά, με βάση το γεγονός ότι είχε, ήδη, συλλεγεί ικανοποιητική μαρτυρία και με δεδομένη τη μη σοβαρή φύση του διερευνώμενου αδικήματος, επ’ ουδενί λόγω δικαιολογείτο η έκδοση του εντάλματος έρευνας· αυτό είχε εκδοθεί κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας.
(δημοσίευση απόφασης: cylaw.org)