Ασφαλιστικό Συμφέρον: Η Βασική Διαφορά μεταξύ του Στοιχήματος και της Ασφάλισης.
Είναι η ασφάλιση στοίχημα;
Όχι! …Ή τουλάχιστον, όχι πλέον! Μέχρι και τα τέλη του 18ου αιώνα στην Αγγλία θα μπορούσε. Άλλωστε το στοίχημα μοιράζεται πολλά χαρακτηριστικά με την ασφάλιση. Η ασφάλιση όμως έχει κάποια χαρακτηριστικά που την κάνουν να διαφέρει. Το πιο βασικό: η ύπαρξη του ασφαλιστικού συμφέροντος.
Ποιος είναι ο ορισμός του «ασφαλιστικού συμφέροντος»;
Δυστυχώς μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει ένας ξεκάθαρος, αδιαμφισβήτητος ορισμός. Κατά καιρούς έγιναν κάποιες προσπάθειες, συνήθως από τα δικαστήρια αλλά ανεπιτυχώς.
Η αρχή έγινε από τον αγγλικό Νόμο Ασφάλισης Ζωής Life Assurance Act 1774 – Άρθρο 3, όπου σε κάποιο βαθμό καθορίζεται η φύση του ασφαλιστικού συμφέροντος.
Έπειτα, στην υπόθεση Lucena v Craufurd (1806) το αγγλικό Ανώτατο Δικαστήριο (πρώην Οίκος των Λόρδων) έκανε την πρώτη προσπάθεια να ερμηνεύσει το ασφαλιστικό συμφέρον στην ασφάλιση περιουσίας.
Ωστόσο, η ερμηνεία αυτή απορρίφθηκε εμφατικά από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά κατά την απόφαση στην υπόθεση Constitution Insurance Company of Canada v Kosmopoulos (1987) υιοθετώντας ένα πιο διευρυμένο ορισμό:
“ο ασφαλισμένος έχει ασφαλιστικό συμφέρον εάν έχει οικονομικής φύσεως σχέση με το αντικείμενο ασφάλισης, δηλαδή να ζημιώσει σε περίπτωση απώλειας ή ζημιάς”.
Συνοπτικά, αυτός ο ορισμός τελικά επικράτησε και στις πιο πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις των Αγγλικών δικαστηρίων ενώ θεσπίστηκε και στην Αυστραλιανή νομοθεσία.
Πότε πρέπει να υφίσταται το ασφαλιστικό συμφέρον;
Εξαρτάται από τον κλάδο ασφάλισης. Σε κάποιες περιπτώσεις κατά την σύναψη της ασφάλισης, σε άλλες περιπτώσεις κατά την έλευση της απώλειας, ενώ υπάρχουν και οι περιπτώσεις όπου απαιτείται να υφίσταται ασφαλιστικό συμφέρον τόσο κατά την σύναψη της ασφάλισης όσο και κατά την έλευση της απώλειας.
Το ασφαλιστικό συμφέρον στον κλάδο ασφάλισης ζωής.
Με βάση το Άρθρο 3 του Νόμου του 1774,
“ο δικαιούχος μίας ασφάλισης ζωής πρέπει να έχει ασφαλιστικό συμφέρον στην ζωή του ασφαλισμένου κατά την σύναψη της ασφάλισης. Δεν χρειάζεται να αποδείξει την ύπαρξη του ασφαλιστικού συμφέροντος έπειτα”.
Στην υπόθεση Dalby v The India and London Life Assurance Co (1854) η ζωή του Δούκα του Κέιμπριτζ είχε ασφαλιστεί στην ασφαλιστική εταιρεία Anchor Life η οποία έπειτα αντασφαλίστηκε στους εναγόμενους. Σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή, ο ασφαλισμένος ακύρωσε τις ασφαλίσεις ζωής του αλλά η ασφαλιστική εταιρεία διατήρησε την αντασφάλιση μέχρι και την ημερομηνία θανάτου του Δούκα οπότε απαίτησε τη σχετική αποζημίωση. Οι εναγόμενοι αρνήθηκαν να πληρώσουν με το δικαιολογητικό ότι η ασφαλιστική εταιρεία δεν είχε ασφαλιστικό συμφέρον κατά το χρόνο θανάτου του ασφαλισμένου. Το δικαστήριο όμως, ερμηνεύοντας το σχετικό Άρθρο 3, θεώρησε ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν απαραίτητο.
Από τότε (μέχρι και σήμερα) αυτός είναι και ο κανόνας στις ασφαλίσεις ζωής.
Το ασφαλιστικό συμφέρον στον κλάδο θαλάσσης.
Με βάση το Άρθρο 6 του αγγλικού Νόμου Ασφάλισης Θαλάσσης Marine Insurance Act (1906),
“ο ασφαλισμένος πρέπει να έχει ασφαλιστικό συμφέρον κατά την έλευση της απώλειας και δεν χρειάζεται να αποδείξει το ασφαλιστικό του συμφέρον κατά την σύναψη της ασφάλισης”.
Το ασφαλιστικό συμφέρον στους υπόλοιπους κλάδους.
Για τους υπόλοιπους κλάδους ασφαλίσεων, δεν υπάρχει οποιαδήποτε νομοθεσία που να ρυθμίζει την χρονική στιγμή που πρέπει να συντρέχει το ασφαλιστικό συμφέρον. Υπάρχει όμως πληθώρα δικαστικών υποθέσεων που υπαγορεύουν ότι:
“το ασφαλιστικό συμφέρον πρέπει να συντρέχει και κατά την σύναψη της ασφάλισης και κατά την έλευση της ζημιάς”.
Στην υπόθεση Macaura v Northern Assurance Co Ltd (1925) ο ασφαλισμένος ήταν πιστωτής και μοναδικός μέτοχος μίας εταιρείας που κατείχε μεγάλη ποσότητα ξυλείας. Δύο εβδομάδες μετά την σύναψη ασφαλιστηρίων Πυρός στο όνομα του, η ξυλεία καταστράφηκε από πυρκαγιά. Η απαίτηση που υπόβαλε στην ασφαλιστική εταιρεία απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι δεν είχε ασφαλιστικό συμφέρον για το εμπόρευμα (την ξυλεία). Το δικαστήριο δικαίωσε την ασφαλιστική εταιρεία.
Σε μία παρόμοια, πιο πρόσφατη υπόθεση όμως – Sharp v Sphere Drake Insurance Ltd (1992) – το δικαστήριο δικαίωσε τον ασφαλισμένο. Σε αυτή την υπόθεση, ο ασφαλισμένος είχε ασφαλίσει το σκάφος αναψυχής που άνηκε στην εταιρεία της οποίας ήταν μοναδικός μέτοχος. Εκείνο που έκανε διαφορά σε αυτή την υπόθεση ωστόσο, ήταν ότι η αποκλειστική χρήση του αντικειμένου ασφάλισης (το σκάφος) προοριζόταν αποκλειστικά για εκείνον, οπότε το δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε ασφαλιστικό συμφέρον.
Με απλά λόγια – απλές συμβουλές
Δεν μπορούμε να ασφαλίσουμε την ζωή του γείτονα μας, ούτε το σπίτι του καλύτερου μας φίλου και γενικά οτιδήποτε που δεν μας ανήκει.
Μπορούμε όμως να ασφαλίσουμε τη ζωή του/της συζύγου μας (για απεριόριστο ποσό), τη ζωή του συνέταιρου μας, του υπαλλήλου μας, του εργοδότη μας ή και του χρεώστη μας (για περιορισμένο ποσό).
Μπορούμε επίσης να ασφαλίσουμε περιουσία που δεν μας ανήκει αλλά είναι υπό την νόμιμη κατοχή ή έλεγχο μας π.χ. κτίριο που ενοικιάζουμε από τρίτους.
Σε περίπτωση που μεταβιβάσουμε μία περιουσία σε τρίτο πρόσωπο, τότε το ασφαλιστήριο παύει να έχει ισχύ. Συστήνεται όπως ο νέος ιδιοκτήτης συνάψει μία νέα ασφάλιση προς όφελος του.
Το πιο πάνω ισχύει και στις περιπτώσεις όπου μεταβιβάζουμε περιουσία σε εταιρεία που μας ανήκει. Με βάση το εταιρικό δίκαιο, η εταιρεία θεωρείται ως μία ξεχωριστή οντότητα από τον ιδιοκτήτη της, οπότε στην ουσία ασφαλιστικό συμφέρον για τα περιουσιακά της εταιρείας έχει η εταιρεία και όχι ο μέτοχος της εταιρείας.
Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, ο οποίος είναι άρτια επαγγελματικά καταρτισμένος, μπορεί να συμβουλεύει σωστά τον κάθε πελάτη για τις ασφαλιστικές του ανάγκες.
Author: Christos Voniatis